εξατμιστικός

εξατμιστικός
η , ό[ν] испаряющий;

εξατμιστική συσκευή — испаритель


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εξατμιστικός" в других словарях:

  • εξατμιστικός — ή, ό ο χρήσιμος για εξάτμιση («εξατμιστική συσκευή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξατμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • εξατμιστικός — ή, ό αυτός που χρησιμεύει για εξάτμιση ή που την προκαλεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»